- θερμόπρωκτος
- θερμόπρωκτοςlasciviousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμόπρωκτος — θερμόπρωκτος, ον (Α) αυτός που επιζητεί πρωκτική ευνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πρωκτος (< πρωκτός), πρβλ. ευρύ πρωκτος] … Dictionary of Greek
θερμόπρωκτον — θερμόπρωκτος lascivious masc/fem acc sg θερμόπρωκτος lascivious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)